- δόρ'
- δόρα , δοροςpursuing goatsneut nom/voc/acc plδόρε , δοροςpursuing goatsmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορύδιον — κορύδιον, τὸ (Α) επιγρ. (αιολ. τ.) κοριτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. ύδ ιον, αναλογικά προς υποκορ. ονομάτων σε υ (πρβλ. δακρ ύδιον, δορ ύδιον)] … Dictionary of Greek